κοινός

Wiktionary طرفان

قديم يوناني[ترميميو]

صفت[ترميميو]

κοινός ن, κοινή م, κοινόν ب; first/second declension; (koinos)

  1. عام

Inflection[ترميميو]

تعداد واحد جمع
Case \ جنس مذڪر مونث نپوس مذڪر مونث نپوس
Nominative κοινός κοινή κοινόν κοινοί κοιναί κοινά
Genitive κοινοῦ κοινῆς κοινοῦ κοινῶν κοινῶν κοινῶν
Dative κοινῷ κοινῇ κοινῷ κοινοῖς κοιναῖς κοινοῖς
Accusative κοινόν κοινήν κοινόν κοινούς κοινάς κοινά
Vocative κοινέ κοινή κοινόν κοινοί κοιναί κοινά


لاڳاپيل لفظ ۽ اصطلاح[ترميميو]